ρετουσάρω

ρετουσάρω
(αόρ. (ε)ρετουσάρισα) μετ. ретушировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρετουσάρω" в других словарях:

  • ρετουσάρω — ρετουσάρω, ρετουσάρισα, ρετουσαρισμένος βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρετουσάρω — Ν 1. επεξεργάζομαι φωτογραφική πλάκα ή φωτογραφικό φιλμ για απάλειψη ατελειών ή τονισμό άλλων χαρακτηριστικών 2. επεξεργάζομαι εκ νέου καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό ή άλλο έργο για να τού δώσω καλύτερη εμφάνιση και τελειότερη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ρετουσάρω — ισα και α, ίστηκα, ισμένος, επεξεργάζομαι κάτι για να το βελτιώσω, ιδιαίτερα τη φωτογραφική πλάκα: Σε παρακαλώ, τη φωτογραφία να τη ρετουσάρεις πολύ ελαφρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρετουσάρισμα — το, Ν 1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών 2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ρετούς — το, Ν άκλ. το ρετουσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. retouche (βλ. ρετουσάρω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»